- υψιτερος
- ὑψίτερος3[compar. к ὑψηλός См. υψηλος] более высокий
(δρύες Theocr.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(δρύες Theocr.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υψίτερος — έρα, ον, Α [ὕψι] (συγκριτ. βαθμός) υψηλότερος … Dictionary of Greek
ὑψίτεραι — ὑψίτερος loftier fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υψίων — ὕψιον, Α (συγκριτ. βαθμός) (ποιητ. τ.) ὑψίτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Συγκρ. βαθμός τού επιρρ. ὕψι (πρβλ. καλλίων)] … Dictionary of Greek
upo, up, eup, (e)up-s- — upo, up, eup, (e)up s English meaning: under, from under, etc.. Deutsche Übersetzung: etwa “under an etwas heran” Note: from the meaning “from under hinauf” die meaning “hinauf, about”, die partly here, esp. but in related… … Proto-Indo-European etymological dictionary